- ἀντικαλλωπίζομαι
- ἀντικαλλωπίζομαι,A adorn oneself in rivalry with,
πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu.2.406d
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Plu.2.406d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντικαλλωπίζομαι — ἀντικαλλωπίζομαι (Α) στολίζομαι, καμαρώνω κι εγώ … Dictionary of Greek
ἀντικαλλωπίζεσθαι — ἀντικαλλωπίζομαι adorn oneself in rivalry with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)